ὀαρισμός

ὀαρισμός
ὀᾰρ-ισμός, ,=foreg., in pl., Hes.Op.789 ;
A

εὐναῖοι ὀ. Call. Fr.118

: in sg., Q.S.7.316.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀαρισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμοῖς — ὀαρισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμοί — ὀαρισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμούς — ὀαρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμῶν — ὀαρισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”